Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψιπέτης
2 εγγραφές [1 - 2]
υψιπέτης ο [ipsipétis] Ο10 θηλ. υψιπέτιδα [ipsipétiδa] Ο28 : (λόγ.) αυτός που κινείται σε κόσμους πνευματικούς ή μεταφυσικούς.

[λόγ. < αρχ. ὑψιπέτης· λόγ. υψιπέτ(ης) -ις > -ιδα]

υψιπετής -ής -ές [ipsipetís] Ε10 : (λόγ.) για μεγαλόπνοες ιδέες, απόψεις κτλ. ή για υψηλή καλλιτεχνική έμπνευση.

[λόγ. < αρχ. ὑψιπετής `που βρίσκεται ψηλά΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες