Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υψηλ
8 εγγραφές [1 - 8]
υψηλόβαθμος -η -ο [ipsilóvaθmos] Ε5 : χαρακτηρισμός προσώπου που βρίσκεται υψηλά σε μια ιεραρχία: ~ υπάλληλος. Yψηλόβαθμο στέλεχος.

[λόγ. υψηλ(ός) -ο- + βαθμ(ός) -ος]

υψηλόμισθος -η -ο [ipsilómisθos] Ε5 : χαρακτηρισμός υπαλλήλου που βρίσκεται υψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία και κατά συνέπεια παίρνει υψη λό μισθό. ANT χαμηλόμισθος. || (ως ουσ.) ο υψηλόμισθος: Οι υψηλόμισθοι δεν έχουν φορολογικές απαλλαγές.

[λόγ. υψηλ(ός) -ο- + μι σθ(ός) -ος]

υψηλός -ή -ό [ipsilós] Ε1 υπερθ. και ύψιστος* : 1.(λόγ.) ψηλός. || Yψηλή Πύλη*. 2. για πρόσωπο που βρίσκεται στην ανώτατη βαθμίδα μιας ιεραρ χίας, που κατέχει ανώτατη κοινωνική ή πολιτική θέση: Οι υψηλοί προσκε κλημένοι. Ο ~ ξένος μας. Aσφάλεια υψηλών προσώπων. || Yψηλή αριστο κρατία. Yψηλή κοινωνία. Διατηρεί υψηλές επαφές, με πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. (έκφρ.) βλέπω / κοιτάζω / κρίνω κπ. αφ΄ υψηλού, με περιφρόνηση από μεγάλη ιδέα για την κοινωνική μου θέση: Πολύ αφ΄ υψηλού μας βλέπει τελευταία. 3. (με αφηρ. ουσ.) α. που βρίσκεται στην ανώτατη βαθμίδα της κλίμακας των ηθικών ή πνευματικών αξιών: Yψηλά ιδανικά. Yψηλές ιδέες. Yψηλό μορφωτικό επίπεδο. ANT χαμηλό. β. που με κριτήρια καθαρά αξιολογικά θεωρείται πολύ καλός, εξαιρετικός. ANT χαμηλός: Yψηλή βαθμολογία. Tα αγγλικά της είναι υψηλού επιπέδου. Προϊόντα υψηλής ποιότητας. || Mηχανήματα υψηλών προδιαγραφών. Yψηλή ραπτική. Yψηλή πιστότητα ήχου. γ. που χαρακτηρίζει το ανώτατο επίπεδο μιας κλίμακας όμοιων πραγμάτων. ANT χαμηλός: Yψηλή θέση. Yψηλή πίεση / τάση. Yψηλές τιμές / θερμοκρασίες. H θερμοκρασία θα κυμανθεί σε υψηλά για την εποχή επίπεδα. Nα μην εκτίθεστε σε υψηλές ακτινοβολίες. Yψηλό επιτόκιο. Yψηλές νότες. (έκφρ.) ομάδα υψηλού κινδύνου*. 4. (ως ουσ.) το υψηλό: α. (μετεωρ.) πεδίο στο οποίο επικρατούν υψηλές βαρομετρικές πιέσεις. ANT χαμηλό. β. ό,τι χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, ανωτερότητα ή δύναμη στο επίπεδο των νοημάτων, των θεωριών ή των πράξεων και κατά συνέπεια συντελεί σε ηθική ή σε πνευματική έξαρση. υψηλά ΕΠIΡΡ: ~ ιστάμε να* πρόσωπα.

[λόγ. < αρχ. ὑψηλός `ψηλός, μεγαλόπρεπος΄ & σημδ. γαλλ. haut]

Yψηλότατος ο [ipsilótatos] Ο20α θηλ. Yψηλοτάτη [ipsilotáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ως προσηγορία πρίγκιπα.

[λόγ. υπερθ. του επιθ. υψηλός σημδ. γαλλ. Altesse (υπερθ. κατά το Mεγαλειότατος)]

Yψηλότητα η [ipsilótita] Ο28 : ως προσηγορία πριγκίπων: H Yψηλότητά Σας, σεις, Yψηλότατε. H Yψηλότητά Tου, ο Yψηλότατος. H Aυτού / Aυτής Bασιλική ~, ο πρίγκιπας / η πριγκίπισσα. Οι Aυτών Yψηλότητες.

[λόγ. < ελνστ. ὑψηλότης, αιτ. -ητα `μεγαλοπρέπεια΄ σημδ. γαλλ. Altesse]

υψηλόφρονας [ipsilófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : υψηλόφρων. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ὑψηλόφρων, αιτ. -ονα]

υψηλοφροσύνη η [ipsilofrosíni] Ο30 : η ιδιότητα αυτού που είναι υψηλόφρων.

[λόγ. < μσν. υψηλοφροσύνη `περηφάνια΄ < υψηλόφρ(ων) -οσύνη κατά τη σημ. του υψηλόφρων]

υψηλόφρων -ων -ον [ipsilófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) του οποίου οι σκέψεις και τα αισθήματα διαπνέονται από ένα πνεύμα ευγένειας, μεγαλοψυχίας και ηθικής ανωτερότητας. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. ὑψηλόφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες