Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποτροφία
1 εγγραφή
υποτροφία η [ipotrofía] Ο25 : χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε σπουδαστή ή φοιτητή για την εκπαίδευση και τη συντήρησή του: Σπουδάζει με ~. Πήρε ~. Ίδρυμα Kρατικών Yποτροφιών (IKY). Yποτροφίες εσωτερικού / εξωτερικού. Προκήρυξη διαγωνισμού για τη χορήγηση υποτροφιών.

[λόγ. υπότροφ(ος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες