Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποσιτισμός
1 εγγραφή
υποσιτισμός ο [ipositizmós] Ο17 : ανεπαρκής διατροφή σε ποσότητα ή σε θρεπτικά συστατικά: Ο μακροχρόνιος ~ μπορεί να προκαλέσει διάφορες βλάβες στον οργανισμό.

[λόγ. υποσιτισ- (υποσιτίζομαι) -μός μτφρδ. γαλλ. sous-alimentation ή αγγλ. undernourishment]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες