Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπολήπτομαι
1 εγγραφή
υπολήπτομαι [ipolíptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) εκτιμώ βαθύτατα και σέβομαι κπ., αναγνωρίζοντας την ηθική ή την πνευματική του αξία και ικανότητα: Tον υπολήπτονται οι συνάδελφοί του, τον έχουν σε υπόληψη.

[λόγ. υπόλη(ψις) -πτομαι κατά το σχ.: σκέψις - σκέπτομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες