Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποθάλπω
1 εγγραφή
υποθάλπω [ipoθálpo] -ομαι Ρ αόρ. υπέθαλψα, απαρέμφ. υποθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : συντηρώ ή τροφοδοτώ κρυφά κτ. το οποίο είναι ή θεωρείται κακό (νοσηρή κατάσταση, μίσος κτλ.): Yποθάλπει την έχθρα. Yποθάλπουν την εξέγερση. ~ εγκληματία, του παρέχω κάλυψη, στέγη, τροφή, προστασία. Kατηγορήθηκε ότι με τα άρθρα του υπέθαλπε την τρομοκρατία.

[λόγ. < ελνστ. ὑποθάλπω, αρχ. σημ.: `ζεσταίνω από μέσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες