Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποδέχομαι
1 εγγραφή
υποδέχομαι [ipoδéxome] Ρ3β : πηγαίνω να συναντήσω κπ. ο οποίος έρχεται προς εμένα ή φθάνει από μακριά, με τρόπο που δείχνει φιλική διάθεση: Bγήκανε να τον υποδεχτούνε. ~ κπ. θερμά / με ανοιχτές αγκάλες. Επίσημη αντιπροσωπεία θα υποδεχτεί τους ξένους επισήμους στο αεροδρόμιο. Tον υποδέχτηκαν μετά φανών* και λαμπάδων / ψυχρά. || (ειρ.): Οι διαδηλωτές υποδέχτηκαν την αστυνομία με πέτρες και ξύλα.

[λόγ. < αρχ. ὑποδέχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες