Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερρεα
4 εγγραφές [1 - 4]
υπερρεαλισμός 1 ο [iperealizmós] Ο17 : λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του αιώνα, το οποίο χρησιμοποιώντας τα όνειρα, το στοιχείο του τυχαίου και έναν απόλυτο αυτοματισμό, είχε ως στόχο να εκφράσει την καθαρή σκέψη, απαλλαγμένη από όλους τους περιορισμούς που επιβάλλει η λογική και οι ηθικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις· σουρεαλισμός.

[λόγ. υπερ- + ρεαλισμός μτφρδ. γαλλ. surréalisme]

υπερρεαλισμός 2 ο [ipérealizmós] : καλλιτεχνικό κίνημα της δεκαετίας του ΄70 στην τέχνη των Hνωμένων Πολιτειών και της Δυτικής Ευρώπης, με κύριο χαρακτηριστικό την τάση προς μια ακραία, απόλυτη αληθοφάνεια.

[λόγ. υπερ- + ρεαλισμός]

υπερρεαλιστής ο [iperealistís] Ο7 θηλ. υπερρεαλίστρια [iperealístria] Ο27 : οπαδός του λογοτεχνικού ή του καλλιτεχνικού κινήματος του υπερρεαλι σμού 1· σουρεαλιστής: Tο κίνημα / η τέχνη των υπερρεαλιστών. || (ως επίθ.): Yπερρεαλιστές ποιητές.

[λόγ. υπερρεαλ(ισμός) 1 -ιστής μτφρδ. γαλλ. surréaliste· λόγ. υπερρεαλισ(τής) -τρια]

υπερρεαλιστικός -ή -ό [iperealistikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με τις κατευθύνσεις και τη διδασκαλία του υπερρεαλισμού 1 ή των υπερρεαλιστών· σουρεαλιστικός1: Yπερρεαλιστική ζωγραφική σύνθεση / ποίηση / τέχνη.

[λόγ. υπερρεαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες