Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερούσιος
1 εγγραφή
υπερούσιος -α -ο [iperúsios] Ε6 : (θεολ.) που βρίσκεται πέρα από την ύλη, ως προσωνυμία του Θεού.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες