Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υμέναιος
1 εγγραφή
υμέναιος ο [iméneos] Ο19 : 1.στην αρχαία Ελλάδα, γαμήλιο τραγούδι. 2. (λόγ.) γάμος.

[λόγ. < αρχ. ὑμέναιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες