Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υγραν
3 εγγραφές [1 - 3]
ύγρανση η [íγransi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υγραίνω· νότισμα.

[λόγ. < ελνστ. ὕγραν(σις) -ση]

υγραντήρας ο [iγrandíras] Ο2 : συσκευή που παράγει υδρατμούς για την ύγρανση της ξερής ατμόσφαιρας.

[λόγ. υγραν- (υγραίνω) -τήρας μτφρδ. αγγλ. moisturizer]

υγραντικός -ή -ό [iγrandikós] Ε1 : που προκαλεί ύγρανση.

[λόγ. < ελνστ. ὑγραντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες