Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υάρδα
1 εγγραφή
υάρδα η [iárδa] Ο25 : (λόγ.) γιάρδα.

[λόγ. < αγγλ. yard (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες