Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυμβωρύχος
1 εγγραφή
τυμβωρύχος ο [timvoríxos] Ο18 : 1. αυτός που παράνομα ανοίγει ή καταστρέφει έναν τάφο, κακοποιεί το πτώμα ή αφαιρεί πολύτιμα αντικείμενα που συνοδεύουν το νεκρό: Πολλοί αρχαίοι τάφοι έχουν συληθεί από τους τυμβωρύχους. 2. (μτφ.) αυτός που αναφέρεται σε αρνητικά ή σκοτεινά σημεία της ζωής ενός νεκρού, με σκοπό την πολιτική ή άλλου είδους εκμετάλλευση.

[λόγ. < αρχ. τυμβωρύχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες