Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσούπρα
1 εγγραφή
τσούπρα η [tsúpra] & τσούπα η [tsúpa] Ο25α : (λαϊκότρ.) α. κόρη: Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες. β. κορίτσι, κοπέλα.

[αλβ. tšuprë, tšupa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες