Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσουλώ
1 εγγραφή
τσουλώ [tsuló] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) κυλώ1: ~ το καρότσι / το μωρό με το καρότσι. || Οι ρόδες δεν τσουλάνε καλά. Tο αυτοκίνητο δεν τσουλάει, δεν κινείται, είναι χαλασμένο. ΦΡ (λαϊκ.) η υπόθεση τσουλάει, πάει καλά.

[*τσυλώ ( [i > u] από επίδρ. του [l] ) < κυλώ με τροπή [ > ts] πριν από [i] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες