Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμουδιά
1 εγγραφή
τσιμουδιά η [tsimuδjá] Ο24 : ελάχιστος ψίθυρος, συνήθ. στις εκφράσεις δε βγάζω / δεν ακούγεται ~, μιλιά, λέξη: Mη βγάλεις ~! || (ως προτροπή ή προσταγή) ~!, σιωπή! σουτ!

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες