Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσεκούρι
2 εγγραφές [1 - 2]
τσεκούρι το [tsekúri] Ο44 : 1. εργαλείο με πλατιά και κοφτερή λεπίδα, σε διάφορα σχήματα, προσαρμοσμένη σε ξύλινη λαβή, που το χρησιμοποιούν κυρίως για να κόβουν ξύλα· πελέκι: Tο ~ του ξυλοκόπου. ΦΡ πέφτει φωτιά και ~, για μεγάλες καταστροφές σε περίοδο πολέμου. 2. (μτφ., οικ.) για πολύ αυστηρή κρίση: Έπεσε ~ στα μαθηματικά.

[μσν. τσεκούριον < ελνστ. σεκούριον με ισχυροπ. της άρθρ. < λατ. secur(is) -ιον]

τσεκουριά η [tsekurjá] Ο24 : χτύπημα με τσεκούρι: Έδωσε μια ~ και έκοψε το κλαδί.

[τσεκούρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες