Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαρούχι
1 εγγραφή
τσαρούχι το [tsarúxi] Ο44 : α. παπούτσι χωρίς κορδόνια, με γυριστή μύτη όπου είναι στερεωμένη μία χρωματιστή συνήθ. φούντα, και με πρόκες στη σόλα, που το φορούν οι τσολιάδες: Tο ~ ήταν το σύμβολο του Έλληνα φαντάρου στον πόλεμο του ΄40. Παπούτσια σαν τσαρούχια, χοντροκομμένα. β. παπούτσι με σόλα από ακατέργαστο δέρμα, που το συγκρατούσαν με σκοινιά και που το φορούσαν οι άντρες των ορεινών περιοχών. ΦΡ με τα τσαρούχια, από τους πρώτους και με την αξία του: Mπήκε στο Πανεπιστήμιο / βγήκε βουλευτής με τα τσαρούχια. (έκφρ.) έγινε η γλώσσα* μου ~.

[μσν. τσαρούχιν < παλιά τουρκ. γλ., σύγκρ. τουρκ. çarιk]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες