Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαούλι
2 εγγραφές [1 - 2]
τσαούλι το [tsaúli] Ο44 : (λαϊκότρ.) σαγόνι: Θα σου σπάσω τα τσαούλια! Θα μου φύγουν τα τσαούλια για να μασήσω τόσο σκληρό κρέας.

[< διαλεκτ. (βόρ. διάλ.) τσαγούνι (προφ. [tΚa] ) με αποβ. του μεσοφ. [γ] και εναλλ. [n-l] ) < αρχ. σιαγόνιον (δες στο σαγόνι) με τροπή [s > ts] για ισχυροπ. της άρθρ., ( [tsιa > tΚa] ) και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [n] ]

τσαουλί το [tsaulí] Ο43 : ποικιλία από φρέσκο φασολάκι.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες