Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαμπα
2 εγγραφές [1 - 2]
τζάμπα [dzába] & τσάμπα [tsába] επίρρ. : 1α. χωρίς να πληρώσω, δωρεάν: Πήγα στον κινηματογράφο ~. Mου το έδωσε ~. β. πολύ φτηνά: ~ ό,τι πάρετε! ΦΡ τη βγάζω ~, αποφεύγω ένα έξοδο, κάποιος άλλος πληρώνει για λογαριασμό μου. || (ως επίθ.): ~ πράμα. (έκφρ.) ~ μάγκας*. 2. χωρίς λόγο, άδικα: ~ πήγε τόση δουλειά. Tόσος κόσμος πάει κάθε μέρα ~ από τα τροχαία. (με επίταση στην έκφρ.) ~ και βερεσέ. ΠAΡ ~ ξίδι γλυκό σαν μέλι, για να δηλώσουμε ότι οτιδήποτε αποχτιέται δωρεάν ή χωρίς προσπάθεια είναι ευπρόσδεκτο και ευχάριστο.

[τουρκ. caba· αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με εναλλ. ηχηρού - άηχου συμφ.: ντομάτα - τομάτα]

τσαμπάσης ο [tsambásis] Ο11 : (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων.

[τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες