Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαλαβουταω
1 εγγραφή
τσαλαβουτώ [tsalavutó] & -άω Ρ10.2α : (οικ.) 1. περπατώ ακατάστατα μέσα στα νερά και στις λάσπες: Tα παιδιά τσαλαβουτούσαν στην άκρη της θάλασσας. 2. (μτφ.) εργάζομαι γρήγορα και απρόσεχτα.

[μσν. *τσαλαβουτώ (πρβ. μσν. τσαλαβυτώ) ίσως < άτσαλα + βουτώ με αποβ. του αρχικού [a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ.: [na-ats > nats > na-ts] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες