Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίφτης
1 εγγραφή
τσίφτης ο [tsíftis] Ο11 θηλ. τσίφτισσα [tsíftisa] Ο27α : (λαϊκ.) 1. άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος. || μάγκας2. 2. άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει.

[αλβ. qift `γεράκι΄ -ης με προώθηση της άρθρ. [i > tsi] (για τη σημ. σύγκρ. σαΐνι τσίφτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες