Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσέλιγκας
1 εγγραφή
τσέλιγκας ο [tséliŋgas] Ο6 : ιδιοκτήτης μεγάλων κοπαδιών. || αρχηγός τσελιγκάτου.

[σλαβ. çelnik `αρχηγός (γενιάς)΄ -ας με μετάθ. του [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες