Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάτρα
1 εγγραφή
τσάτρα πάτρα [tsátra pátra] επίρρ. τροπ. : για γλώσσα που δεν τη μιλούν σωστά: Mιλάει ~ τα ελληνικά. Mιλάει αγγλικά ~. || (επέκτ.) για πρόχειρη, κακοφτιαγμένη δουλειά: Έγραψε τα μαθήματά του ~.

[μσν. *τσάταλα πάταλα (πρβ. μσν. σάταλα πάταλα `τραυλά και ασαφή λόγια΄) με ανομ. αποβ. των ενδιάμεσων [a] > *τσάτλα πάτλα και ανομ. τροπή [tl > tr] > *τσάτρα πάτρα, μσν. *τσάταλα πάταλα < αρχ. φρ. ἔσθ΄ ὅτε ἄλλα, ποτέ ἄλλα `κάποτε έτσι, κάποτε αλλιώς΄ με τροπή [sθ > ts] (σύγκρ. ἀτάσθαλος > άτσαλος), αποβ. του αρχικού φων. > *τσόταλα πόταλα και υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες