Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριπλούν
2 εγγραφές [1 - 2]
τριπλούν το [triplún] Ο (άκλ.) : α. για κτ. που γίνεται τρεις φορές ή που είναι τριπλό και ως επίθ.: Άλμα ~ / το ~. Aντίγραφο εις ~. β. το κοινό εμβόλιο εναντίον της διφθερίτιδας, του τετάνου και του κοκίτη.

[λόγ. < αρχ. τριπλοῦν, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. τριπλοῦς (δες στο τριπλός)]

τριπλουνίστας ο [triplunístas] Ο3 θηλ. τριπλουνίστρια [triplunístria] Ο27 : αθλητής του άλματος τριπλούν: H Ελληνίδα τριπλουνίστρια κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους πανευρωπαϊκούς αγώνες του 1998.

[τριπλούν -ίστας· λόγ. τριπλουνίσ(τας) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες