Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριγυρίζω
1 εγγραφή
τριγυρίζω [trijirízο] -ομαι Ρ2.1 & τριγυρνώ [trijirnó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : Ι1α. γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί: Τι τριγυρίζεις όλη μέρα χωρίς να κάνεις τίποτε; Από το πρωί ως το βράδυ τριγυρνάει στους δρόμους. β. κάνω βόλτες γύρω γύρω: Κάποιος άγνωστος τριγυρίζει έξω από το σπίτι. || (μτφ.): Μια σκέψη τριγύριζε στο ανήσυχο μυαλό του, τον απασχολούσε επίμονα. 2. περιβάλλω, περιτριγυρίζω, κυρίως στη μππ.: Κήπος τριγυρισμένος από τριαντάφυλλα. ΙΙ. (μτφ.) 1. προσπαθώ επίμονα να διατηρώ σχέσεις με κπ., για να ωφεληθώ κτ. από αυτόν ή για να δημιουργήσω μαζί του ερωτικό δεσμό: Ο γέρος είναι πλούσιος και τον τριγυρίζουν πολλοί υποψήφιοι κληρονόμοι. Πολύ την τριγυρίζει την Ελένη τελευταία ο Νίκος. 2. για αρρώστια που δίνει προειδοποιητικά συμπτώματα χωρίς να έχει ακόμη εκδηλωθεί: Έχω πονοκέφαλο· φαίνεται πως με τριγυρίζει η γρίπη.

[μσν. τριγυρίζω < τριγύρ(ω) -ίζω· μσν. τριγυρ(ώ) μετάπλ. -νώ κατά το γυρνώ < τριγυρ(ίζω) μετάπλ. με βάση το συνόπτ. θ. τριγυρισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες