Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριγλυκερίδια τα [triγlikeríδia] Ο40 : (φυσιολ.) ουσία που ανιχνεύεται στο αίμα.
[λόγ. < γαλλ. triglyceride (tri- = τρι- 1, -ide = -ίδιον), πρβ. γλυκερίνη]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γαλλ. triglyceride (tri- = τρι- 1, -ide = -ίδιον), πρβ. γλυκερίνη]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |