Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριαντάφυλλο
3 εγγραφές [1 - 3]
το λουλούδι της τριανταφυλλιάς που στη βασική ποικιλία του έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα· ρόδο: Kόκκινο / ροζ / άσπρο / κίτρινο ~. Aρωματικά / εκατόφυλλα / μαγιάτικα τριαντάφυλλα. Tα χείλια της / τα μάγουλά της είναι σαν (κόκκινα) τριαντάφυλλα. 2. ~ (γλυκό), γλυκό του κουταλιού που γίνεται από τα πέταλα ειδικής ποικιλίας αρωματικών τριαντάφυλλων. τριανταφυλλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. τριαντάφυλλο(ν) ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. (ενν. ρόδον) < τριάντα + φύλλ(ον)1 -ον]

τριανταφυλλόλαδο το [triandafilólaδo] Ο41 : ροδέλαιο.

[τριαντάφυλλ(ο) -ο- + λάδ(ι) -ο]

τριαντάφυλλος -η -ο [triandáfilos] Ε5 : που έχει τριάντα φύλλα: Tριαντάφυλλο τετράδιο.

[λόγ. τριάντα + φύλλ(ον)3 -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες