Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριήρης
1 εγγραφή
τριήρης η [triíris] Ο γεν. τριήρους, πληθ. τριήρεις, γεν. τριήρεων : αρχαίο πολεμικό πλοίο, γρήγορο και ελαφρό, με τρεις σειρές κουπιά.

[λόγ. < αρχ. τριήρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες