Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τομάτα
1 εγγραφή
τομάτα η [tomáta] Ο25 : (λόγ.) ντομάτα.

[λόγ. < ντομάτα κατά τον ιταλ. πρόδρομο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες