Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιμητής
1 εγγραφή
τιμητής ο [timitís] Ο7 : ΣYN κήνσορας. 1. αξιωματούχος στην αρχαία Ρώμη, που είχε ως έργο να εκτιμά την περιουσία και να ελέγχει τα ήθη των πολιτών. 2. (μτφ.) άνθρωπος που κρίνει και επικρίνει τις γνώμες και τις πράξεις των άλλων.

[λόγ. < ελνστ. τιμητής σημδ. (ελνστ.) λατ. censor, αρχ. σημ.: `εκτιμητής ζημιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες