Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλεφωνικός
1 εγγραφή
τηλεφωνικός -ή -ό [tilefonikós] Ε1 : 1. που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία με το τηλέφωνο: ~ θάλαμος. ~ κατάλογος, με τα ονόματα των συνδρομητών. Tηλεφωνική εγκατάσταση / γραμμή / συσκευή. Tηλεφωνικό δίκτυο / κέντρο. 2. που γίνεται ή που διαβιβάζεται με το τηλέφωνο: Tηλεφωνική επικοινωνία / κλήση / επαφή / συνδιάλεξη / σύνδεση. Tηλεφωνική επιταγή. τηλεφωνικά & τηλεφωνικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Επικοινωνώ / απαντώ ~.

[λόγ. < γαλλ. téléphonique ή αγγλ. telephonic < telephon(e) = τηλέφων(ον) -ique, -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες