Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζόκιγκ
1 εγγραφή
τζόκιγκ το [dzókiŋg] Ο (άκλ.) : (αθλ.) αργό τρέξιμο.

[λόγ. < αγγλ. jogging με αποηχηροπ. [g > k] από λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες