Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζιζ
1 εγγραφή
τζιζ [dzíz] (άκλ.) : (παιδ.) στην επιφωνηματική έκφραση κάνει ~!, καίει και με επέκταση για κτ. που είναι επικίνδυνο.

[ηχομιμ. ή < τουρκ. ciz (λ. νηπιακή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες