Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεχνίτης
1 εγγραφή
τεχνίτης ο [texnítis] Ο10 θηλ. τεχνίτρα [texnítra] Ο25α στη σημ. 2 : 1. αυτός που ξέρει κάποια τέχνη την οποία ασκεί επαγγελματικά: Θα φωνάξω έναν τεχνίτη για να διορθώσει τα υδραυλικά / τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού. 2. αυτός που κάνει κτ. με ιδιαίτερη επιδεξιότητα: Είναι ~ στη δουλειά του. ~ του λόγου / του χρωστήρα. Kεντήματα βγαλμένα από το χέρι τεχνίτρας.

[αρχ. τεχνίτης· τεχνί(της) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες