Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεμπελόσκυλο
1 εγγραφή
τεμπελόσκυλο το [tembelóskilo] Ο41 : 1. σκυλί τεμπέλικο, νωθρό. 2. (μτφ., υβρ.) άνθρωπος τεμπέλης, αργόσχολος.

[τεμπέλ(ης) -ο- + σκυλ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες