Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελεφερίκ
1 εγγραφή
τελεφερίκ το [teleferík] Ο (άκλ.) : εναέριο βαγόνι για τη μεταφορά επιβα τών που μετακινείται πάνω σε αιωρούμενα σύρματα: ~ είναι πολύ συνηθισμένα στα χιονοδρομικά κέντρα. Aνεβήκαμε με το ~ στην κορυφή του βουνού.

[λόγ. < γαλλ. téléphérique < télé- (πρβ. τηλε-) + αρχ. φέρ(ω) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες