Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελεσίγραφο
1 εγγραφή
τελεσίγραφο το [telesíγrafo] Ο40 : διπλωματικό έγγραφο που αποστέλλει ένα κράτος σε ένα άλλο και στο οποίο διατυπώνει τους τελικούς όρους του σε εκκρεμή ζητήματα· η απόρριψή του συνεπάγεται διακοπή των διπλωματικών σχέσεων ή και την κήρυξη πολέμου: H Ελλάδα απέρριψε το 1940 το ~ των Iταλών. H επίδοση του τελεσιγράφου. Tο ~ έθετε προθεσμία για την ικανοποίηση των όρων. Tο ~ εκπνέει στις 12 το μεσημέρι. || (επέκτ.) έγγραφο στο οποίο διατυπώνονται αξιώσεις και όροι αμετάκλητοι: Kυβερνητικό ~ προς τους δημόσιους υπαλλήλους.

[λόγ. < αρχ. τελεσι- (θ. συγγ. του τέλος) + -γραφον, ουδ. του -γραφος απόδ. νλατ. ultimatum]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες