Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελείωμα
1 εγγραφή
τελείωμα το [telíoma] & τέλειωμα το [téoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τελειώνω: Tο ~ μιας δουλειάς. ANT αρχίνισμα. Tο ~ των προμηθειών, εξάντληση. Kουβέρτα / χαλί με ρέλι στο ~, στην άκρη. (έκφρ.) κτ. είναι στα τελειώματα, για κτ. που είναι σχεδόν έτοιμο, λείπουν μόνο οι τελευταίες λεπτομέρειες: Tο φόρεμα είναι στα τελειώματα.

[τέλειωμα: αρχ. τελείωμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· τελείωμα: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες