Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπουράς
1 εγγραφή
ταμπουράς ο [tamburás] Ο1 : γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: Bαρώ / παίζω τον ταμπουρά. Συντρόφευε το τραγούδι με τον ταμπουρά. ΦΡ η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά.

[μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες