Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταγκισμένο
1 εγγραφή
ταγκίζω [tangízo] Ρ2.1α μππ. ταγκισμένος & ταγκιάζω [tangázo] Ρ2.1α μππ. ταγκιασμένος & τσαγκίζω [tsangízo] Ρ2.1α μππ. τσαγκισμένος : γίνομαι ταγκός: Tο λάδι έμεινε σε σκουριασμένο τενεκέ και τάγκισε.

[ταγκ(ός) -ίζω, -ιάζω· τσαγκ(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες