Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταΐστρα
1 εγγραφή
ταΐστρα η [taístra] & ταγίστρα η [tajístra] Ο25 : 1. σακούλι που κρεμιέται από το κεφάλι των ζώων και που περιέχει την τροφή τους. 2α. ειδικός χώρος ή σκεύος όπου τοποθετείται η τροφή ζώων ή πτηνών: Γέμισε την ~ του κλουβιού για να φάει το καναρίνι. β. στα πτηνοτροφεία, σύστημα με το οποίο η τροφή φτάνει στις κότες χωρίς να μεσολαβεί ο άνθρωπος.

[ταισ- (ταΐζω), ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες