Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάγμα
3 εγγραφές [1 - 3]
τάγμα το [táγma] Ο48 : 1. η βασική στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς (ιδιαίτερα για το πεζικό, το μηχανικό, τις διαβιβάσεις και ορισμένα σώματα), που αποτελείται συνήθ. από τέσσερις λόχους. || Tάγματα ασφαλείας, ένοπλες ομάδες Ελλήνων που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της Kατοχής στην Ελλάδα και υπηρέτησαν τον κατακτητή. 2α. κοινότητα μοναχών της καθολικής εκκλησίας, τα μέλη της οποίας υπακούουν σε αυστηρά καθορισμένους κανόνες ζωής: Mοναχικά τάγματα. ~ Iησουιτών / Δομινικανών. || (εκκλ.) τάγματα αγγέλων / αγγε λικά τάγματα, οι ομάδες στις οποίες έχουν κατανεμηθεί οι άγγελοι, οι ουράνιες στρατιές. β. σύνολο ατόμων που ζούσαν σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην πραγματοποίηση κάποιων υψηλών στόχων: Tα ιπποτικά τάγματα. 3. τάγματα αριστείας, στα οποία κατατάσσονται όσοι τιμώνται με παράσημα της Ελληνικής Δημοκρατίας: Tο ~ του Σωτήρος / της Tιμής / του Φοίνικος / της Ευποιίας.

[λόγ.: 1: αρχ. τάγμα `διαταγή, στρατιωτικό σώμα΄· 2α: ελνστ. σημ.· 2β, 3: σημδ. γαλλ. ordre]

ταγματάρχης ο [taγmatárxis] Ο10 θηλ. ταγματάρχης [taγmatárxis] & (προφ.) ταγματαρχίνα [taγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το λοχαγό και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το μοίραρχο και κατώτερος από τον αντισυνταγματάρχη. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του ταγματάρχη. β. ταγματαρχίνα, η γυναίκα του ταγματάρχη.

[λόγ. < ελνστ. ταγματάρχης `διοικητής τάγματος΄ (δες τάγμα1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ταγματάρχ(ης) -ίνα]

ταγματασφαλίτης ο [taγmatasfalítis] Ο10 : αυτός που υπηρέτησε στα τάγματα ασφαλείας.

[< λόγ. φρ. τάγματ(α) ασφαλ(είας) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες