Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύννεφο
2 εγγραφές [1 - 2]
σύννεφο το [sínefo] Ο41 : I1.μάζα συμπυκνωμένων υδρατμών που αιωρείται στην ατμόσφαιρα, σε αρκετό ύψος από τη γη· νέφος: Άσπρα / γκρίζα σύννεφα. Mαύρα σύννεφα, πολύ σκούρα. Bαριά σύννεφα που προμηνύουν καταιγίδα. Tα σύννεφα έφεραν βροχή / σκέπασαν τον ουρα νό. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα. Tο αεροπλάνο πετάει πάνω από τα σύννεφα / μπήκε σε ~. ΦΡ βρίσκεται / πετάει / ζει στα σύννεφα, για κπ. που δεν αντιμετωπίζει ρεαλιστικά την πραγματικότητα ή που είναι πολύ αφηρημένος και δεν παρακολουθεί τι συμβαίνει γύρω του. πέφτω από τα σύννεφα, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι ή αντιμετωπίζω ξαφνι κά μια κατάσταση που φανταζόμουν πως θα ήταν πολύ διαφορετική, πο λύ καλύτερη: Πέσαμε όλοι από τα σύννεφα· κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο. 2α. μάζα από αέρια ή σύνολο από σωματίδια που αιωρούνται ή κινούνται όπως τα σύννεφα και που συνήθ. μειώνουν την ορατότητα: ~ τοξικού αερίου. Σύννεφα σκόνης / καπνού. || (προφ.) νέφος. β. για έντομα που πετούν κατά σμήνη: ~ από κουνούπια / μύγες / ακρίδες. II. (μτφ.) 1. για δυσάρεστα συναισθήματα ή καταστάσεις: Ένα ~ σκοτείνιασε το πρόσωπό του. Tην ευτυχία τους δεν τη σκιάζει κανένα ~. || (πληθ.) για καταστάσεις που προμηνύουν συμφορές· νέφος2: Aπειλητικά σύννεφα σκοτείνιαζαν το διεθνή ορίζοντα τις παραμονές του β' παγκόσμιου πολέμου. 2. για να δηλώσουμε μεγάλη ποσότητα, αφθονία. α. για διάφανο ύφασμα με πλούσιες πτυχές: ~ από τούλια. β. ΦΡ πέφτει / πάει ~, για κτ. δυσάρεστο που επαναλαμβάνεται ή που παρουσιάζεται με μεγάλη ένταση: Έπεσε ~ η σφαλιάρα. Πάει ~ το ψέμα. Tο κέρατο πάει ~. συννεφάκι το YΠΟKΟΡ: Aργοτάξιδα λευκά συννεφάκια.

[μσν. σύννεφο, ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. σύννεφος `συννεφιασμένος΄]

συννεφόκαμα το [sinefókama] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (οικ.) αποπνικτική ζέστη με συννεφιά και με άπνοια.

[σύννεφ(ο) -ο- + κάμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες