Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύγκαλα τα [síŋgala] & συγκαλά τα [siŋgalá] Ο (μόνο στη ονομ. και αιτ.) : κυρίως στις εκφράσεις είμαι / έρχομαι στα σύγκαλά μου, έχω / ξαναβρίσκω την (πνευματική, ψυχική) ισορροπία μου ή την καλή φυσιολογική μου κατάσταση: Έλα στα σύγκαλά σου, σκέψου λογικά, λογικέψου.
[συγ- (δες συν-) καλά, πληθ. του καλό και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθεσης]