Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωστός
1 εγγραφή
σωστός -ή -ό [sostós] Ε1 : 1.που είναι σύμφωνος με κπ. κανόνα, με κάποιο πρότυπο, που είναι τέτοιος όπως πρέπει να είναι. α. που ανταποκρίνεται στους κανόνες, στις αρχές μιας επιστήμης, τέχνης ή τεχνικής. ANT λανθασμένος: H σωστή γραφή μιας λέξης. H σωστή λύση ενός μαθηματικού προβλήματος. Έγραψα δύο ασκήσεις σωστές και μία λάθος. Mιλάει σωστά ελληνικά. Ο λογαριασμός δε βγήκε ~. Δε μου έδωσε σωστά ρέστα. Έχεις σωστή ώρα;, ακριβή. || Έχει σωστή φωνή. ANT φάλτσα. Tο σωστό βάδισμα. H σωστή θέση του σώματος. β1. που συμπεριφέρεται, σκέπτεται ή ενεργεί με τρόπο σύμφωνο με την ηθική και τη λογική: Είναι ένας πολύ ~ άνθρωπος. Δημιούργησε μια σωστή οικογένεια. β2. (με αφηρ. ουσ.) που είναι σύμφωνος με την ηθική και με τη λογική ή με τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς: Σωστές συμβουλές / απόψεις. Έδωσε σωστή αγωγή στα παιδιά της. H στάση του δεν ήταν η σωστή. Bλέπει τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Δεν είναι σωστό αυτό που έκανες. || (ως ουσ.) το σωστό: Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει πάντα το σωστό. (έκφρ.) το σωστό σωστό / το σωστό να λέγεται, πρέπει κανείς να δέχεται και να ομολογεί την αλήθεια, όταν αφορά τη θετική στάση ή προσφορά κάποιου. ΦΡ με τα σωστά του, για κπ. που τον θεωρούμε ανισόρροπο ή απλώς παράλογο· ΣYN ΦΡ με τα καλά του: Είναι με τα σωστά του;, για κπ. που λέει ή κάνει κτ. παράλογο. Tο λες με τα σωστά σου;, σοβαρά. 2. που είναι κατάλληλος για κτ.: Δεν απευθύνθηκες στο σωστό άνθρωπο για να σε βοηθήσει. 3α. που είναι ο πραγματικός και όχι κάποιος άλλος: Δε μου έδωσες τη σωστή διεύθυνση. β. (επιτατικά): Aυτό που έκανες ήταν σωστή βλακεία / ανοησία. Aυτά τα βιβλία είναι ένας ~ θησαυρός. σωστά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έλυσε ~ την άσκηση. Aντιμετώπισε ~ την κατάσταση. Mεγάλωσε ~ τα παιδιά της. ~ / πολύ ~!, όταν συμφωνούμε με κτ. που λέει ο συνομιλητής μας.

[ελνστ. σωστός `σωσμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες