Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωλήνας
1 εγγραφή
σωλήνας ο [solínas] Ο2 & σωλήνα η [solína] Ο25 : I1.κυλινδρικός, κοίλος και επιμήκης αγωγός, με σχετικά λεπτά τοιχώματα σε σχέση με τη διάμετρό του, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διοχέτευση υγρών και αερίων: Mεταλλικός / κεραμικός / λαστιχένιος / πλαστικός ~. Σωλήνες ύδρευσης / αποχέτευσης. ~ με / χωρίς ραφή, συγκόλληση. Δοκιμαστικός* ~. Παιδί του (δοκιμαστικού*) σωλήνα. Kαθοδικός* ~. Tριχοειδής* ~. Ποτίζω με το σωλήνα, με το λάστιχο. 2. για κτ. που μοιάζει με σωλήνα στο σχήμα ή και στη λειτουργία: ~ πυροβόλου όπλου, η κάννη του. Παντελό νι ~, πολύ εφαρμοστό στα πόδια. Ποτήρι ~, ψηλό. Στενός σαν ~. || (ανατ.) φυσιολογικός πόρος ή αγωγός: Πεπτικός / γεννητικός / αναπνευστικός ~. II. (ζωολ.) οστρακόδερμο με σωληνοειδές σώμα. σωληνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1.

[I: μσν. *σωλήνας < αρχ. σωλήν, αιτ. -ῆνα· ΙΙ: μσν. σημ.· μσν. σωλήνα (μαρτυρείται στη σημ. για το οστρακόδερμο) μεταπλ. του σωλήνας σε θηλ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες