Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφουγγίζω
1 εγγραφή
σφουγγίζω [sfungízo] -ομαι Ρ2.1 : στεγνώνω ή και συγχρόνως καθαρίζω κτ. τρίβοντάς το με στεγνό πανί ή με το χέρι· σκουπίζω2: Πλένω τα χέρια μου και μετά τα ~ με την πετσέτα. Mετά το φαγητό να σφουγγίζεις το στόμα σου. ~ τα δάκρυά μου / τον ιδρώτα μου. Σφουγγίζομαι με χαρτί τουαλέτας. Tα πιάτα είναι σφουγγισμένα.

[ελνστ. σφογγίζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] ) < σφόγγος (δες σφουγγάρι) (αρχ. σπογγίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες