Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συχαρίκ
1 εγγραφή
συχαρίκια τα [sixaríka] Ο44α : (λαϊκότρ.) 1. η πρώτη αγγελία μιας καλής είδησης: Tης έφεραν τα ~ για τον ερχομό του ξενιτεμένου. Έτρεξαν οι γειτόνοι με / για τα ~. ~!, όταν απευθυνόμαστε σε κπ. που πήρε μια καλή είδηση. 2. φιλοδώρημα που δέχεται αυτός που φέρνει πρώτος μια καλή είδηση: Έτρεξε να πει πρώτος στη μάνα τ΄ όνομα του παιδιού και να (της) πάρει τα ~.

[μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] `συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες