Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συστηνω
2 εγγραφές [1 - 2]
συστήνω 1 [sistíno] -ομαι & (σπάν.) συσταίνω [sisténo] -ομαι Ρ αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα, απαρέμφ. συστηθεί, μππ. συστημένος* : 1.γνωρίζω δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους αναφέροντας τα ονόματά τους, την ιδιότητά τους κτλ., παρουσιάζω τον ένα στον άλλο: Nα σου / σας συστήσω τον αδελφό μου / την κυρία (τάδε). || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Mε τον κύριο Iωάννου έχουμε συστηθεί παλαιότερα. 2. συμβουλεύω, υποδεικνύω· συνιστώ 2: Δε σου ~ να κάνεις αυτή την ενέργεια.

[αρχ. συνιστῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. συστησ-· συστ(ήνω) μεταπλ. -αίνω]

συστήνω 2, -ομαι Ρ αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα και συστάθηκα, απαρέμφ. συστηθεί και συσταθεί : συγκροτώ, ιδρύω: Θα συστήσουμε επιτροπή για τη διεξαγωγή του εράνου. Συστάθηκε ο οργανισμός για την τοπική αυτοδιοίκηση.

[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του συνιστώ 1 με βάση το συνοπτ. θ. συστησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες